- εναπέρεισις
- ἐναπέρεισις, η (Α)προσήλωση τής προσοχής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐναπέρεισις — fixing of attention fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναπερείσῃ — ἐναπερείσηι , ἐναπέρεισις fixing of attention fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)